Μαρία των Μεδίκων

Μαρία των Μεδίκων
(Maria dei Medici, Φλωρεντία 1573 – Κολονία 1642). Βασίλισσα (1600-10) και αντιβασίλισσα (1610-14) της Γαλλίας. Ήταν κόρη του μεγάλου δούκα της Τοσκάνης Φραγκίσκου A’ και της Ιωάννας της Αυστριακής. Το 1600 παντρεύτηκε τον Ερρίκο Δ’, μετά τον θάνατο του οποίου έγινε αντιβασίλισσα ως κηδεμόνας του γιου της, Λουδοβίκου ΙΓ’. Επιβάλλοντας μια καθαρά φιλοκαθολική κατεύθυνση τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική, η Μ. προσπάθησε να συσφίξει τις σχέσεις με την Ισπανία. Η κακή οικονομική πολιτική της, το μίσος που προκαλούσε ο ευνοούμενός της Κοντσίνι και οι βαθιές αντιθέσεις που τη χώριζαν από μερίδα της αριστοκρατίας έθεσαν πολλές φορές σε κίνδυνο την εξουσία της. Μετά την επανάσταση των Πριγκίπων (1614-16), τις αντιθέσεις με τις Γενικές Τάξεις και τη δολοφονία του Κοντσίνι (1617), η Μ. αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Παρίσι και να καταφύγει στο Μπλουά, βρισκόμενη σε απροκάλυπτη ρήξη με τον ίδιο της τον γιο. Το 1620 μπόρεσε να εγκατασταθεί στο Ανζέ και να συμφιλιωθεί με τον Λουδοβίκο ΙΓ’, ανακτώντας όλη της τη δύναμη. Μετά την άνοδο του προστατευομένου της, καρδινάλιου Ρισελιέ, άρχισε πάλι να ισχυροποιεί τη θέση της, όμως ήρθε σε σύγκρουση και με αυτόν εξαιτίας της δεσποτικότητάς της. Το 1630 έχασε κάθε δύναμη, κατέφυγε αρχικά στις Κάτω Χώρες και πέθανε εξαθλιωμένη στη Γερμανία. Η Μαρία των Μεδίκων, σύζυγος του βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου Δ’ και μητέρα του Λουδοβίκου ΙΓ’, σε πίνακα του Ρούμπενς (Μουσείο Πράντο, Παρίσι)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μαρία Θηρεσία — I (Maria Theresia, Βιέννη 1717 – 1780). Αυτοκράτειρα της Αυστρίας (1745 80), βασίλισσα της Ουγγαρίας και της Βοημίας (1740 80). Ήταν κόρη του αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ’ και έλαβε επιμελημένη μόρφωση. Αν και γυναίκα, απέκτησε δικαιώματα στον θρόνο… …   Dictionary of Greek

  • Ερριέτα-Μαρία — (Henriette Marie, 1605 – 1669). Βασίλισσα της Αγγλίας, κόρη του Ερρίκου Δ’ και της Μαρίας των Μεδίκων. Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της Ουαλίας, που είναι γνωστός ως Κάρολος A’, βασιλιάς της Αγγλίας. Εξαιτίας δογματικών διαφορών διαδραματίζονταν… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

  • Κοντέ — (Condé). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ευγενών, που προήλθε από την ομώνυμη πόλη. 1. Ερρίκος Α’ (Henri I, 1552 – 1588). Ήταν γιος του Λουδοβίκου Α’ Κ. των Βουρβόνων (βλ. 3.). Σώθηκε από τη σφαγή της νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου (1572), συμμάχησε με …   Dictionary of Greek

  • Ρισελιέ, Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί, δούκας του- — (Richelieu, Παρίσι 1585 – 1642). Γάλλος καρδινάλιος και πολιτικός. Από οικογένεια μικροευγενών του Πουατού, εξελέγη το 1608 επίσκοπος της Λισόν. Έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει μέρος στην πολιτική ζωή, κατόρθωσε να γίνει… …   Dictionary of Greek

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek

  • Ευρυδίκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Δρυάδες νύμφες ή κόρη του Απόλλωνα, σύζυγος του κιθαρωδού Ορφέα. Η Ε. πέθανε από δάγκωμα φιδιού, αλλά ο απαρηγόρητος σύζυγός της κατόρθωσε με το τραγούδι του να συγκινήσει τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, οι… …   Dictionary of Greek

  • Τζεντιλέσκι — (Gentileschi). Επώνυμο Ιταλών ζωγράφων. 1. Αρτεμισία (1597 – 1652). Κόρη του Oράτσιο (2) από τον οποίο και διδάχτηκε τη ζωγραφική. Εργάστηκε αρχικά στην Τοσκάνη και διαδοχικά στη Γένοβα, στη Νάπολη και στο Λονδίνο. Ασχολήθηκε κυρίως με την… …   Dictionary of Greek

  • Κοντσίνι, Κοντσίνο — (Concino Concini, Φλωρεντία 1575 – Παρίσι 1617). Γάλλος αυλικός πολιτικός και στρατάρχης, ιταλικής καταγωγής. Όταν η Μαρία των Μεδίκων ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας (1610), μετά τον θάνατο του Ερρίκου Δ’, ευνόησε τον Κ., τον οποίο ονόμασε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”